ἀνευπαράδεκτος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.

Spanish (DGE)

-ον inaceptable λιταί Cyr.Al.M.70.1281C.