ἀντιδιαστατέω
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
be at variance, ἀλλήλοις Ammon.Diff.45.
Spanish (DGE)
estar en desacuerdo, enfrentarse ἀλλήλοις Ammon.Diff.143 (ap. crít.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαστατέω: διαφέρομαι, ἐρίζω, ἀντιπολιτεύομαι, Ἀμμών. ἐν λέξει διαπολιτεύεσθαι.