ἀντικατίστημι

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀντικαθίστημι.

Spanish (DGE)

v. ἀντικαθίστημι.

German (Pape)

ion. Form für ἀντικαθίστημι.