ἀντικαθίστημι

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαθίστημι Medium diacritics: ἀντικαθίστημι Low diacritics: αντικαθίστημι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: antikathístēmi Transliteration B: antikathistēmi Transliteration C: antikathistimi Beta Code: a)ntikaqi/sthmi

English (LSJ)

Ion. ἀντικατίστημι, fut. -καταστήσω:—
A replace, substitute, ἄλλα Hdt.9.93; μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν replace an equal quantity of gold, Th.2.13; ἄλλους ἀ. set up others in their stead, Arist.Mir.838a3.
2 set against, oppose, τινὰ πρός τινα Th. 4.93; establish as a counterpart, τινά τινι Pl.R. 591a.
3 set up or bring back again, ἀ. ἐπὶ τὸ θαρρεῖν Th.2.65; rally, τοὺς θορυβηθέντας D.H.6.11.
II Pass., with aor. 2 and pf. Act.; also aor. 1 κατεστάθην X.An.3.1.38:—to be put in another's place, reign in his stead, Hdt.2.37, X.l.c.
2 to be pitted against another, opposed, abs., Th.1.71, 3.47, etc.; τινί X.Eq.Mag.7.5.
b in lawsuits, to be confronted with, τινί, πρός τινα, POxy.97.9 (ii A. D.), BGU168.11(ii A.D.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντικατ- Hdt.2.37, 9.93
I en pres. y fut. act. y aor. sigmático, tr.
1 poner a alguien o algo en lugar de otro, sustituir, reemplazar c. solo ac. ἄλλα de ovejas, Hdt.9.93, φύλακα ... καὶ ἄρχοντα Pl.R.591a, ἄλλους Arist.Mir.838a3, de oro μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν Th.2.13, c. ἀντί y gen. ἀντὶ δὲ τούτων ἀντικατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτῶν LXX Io.5.7, en v. pas. τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται el hijo (del muerto) es puesto en su lugar Hdt.2.37, cf. Plb.21.32.11.
2 devolver al estado anterior, hacer recobrarse, reanimar τοὺς θορυβηθέντας D.H.6.11
c. ἐπί y abstr. ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν (les) devolvía la confianza Th.2.65.
3 c. ac. y dat. o πρός y ac. enfrentar, oponer πρὸς τούτους ... τοὺς ἀμυνουμένους Th.4.93
en v. med. enfrentarse σοὶ ... ἀντικαταστήσομαι A.Al.4C.2.22.
II en pres. y fut. med., aor. radical y perf., intr.
1 oponerse, enfrentarse de ejércitos o flotas enfrentarse en orden de combate ἀντικαταστάντες ταῖς ναυσί Th.7.39, cf. X.Eq.Mag.7.5
τοιαύτης ἀντικαθεστηκυίας πόλεως teniendo como contrario tal ciudad Th.1.71, cf. 3.47
fig. μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν Ep.Hebr.12.4
en v. med. mismo sent. ἀντικαταστήσεται ἡ ᾠδὴ αὕτη el propio canto dará testimonio en contra LXX De.31.21.
2 c. dat. o πρός y ac. querellarse en un juicio αὐτοῖς POxy.97.9 (II d.C.), πρός τινα BGU 168.11 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 252] (s. ἴστημι), 1) dagegen, als etwas Entsprechendes aufstellen, Plat. Rep. IX, 591 a; τινί τι, das Heer dem Feinde, Xen. Cyr. 1, 6, 43; πρὸς τούτους ἀντικατέστησαν τοὺς ἀμυνομένους Thuc. 4, 93. – 2) an eines Anderen Stelle einsetzen, Her. 9, 93; ἀντικαταστῆσαι πάλιν Thuc. 2, 13; ἐάν τις ἀποθάνῃ ἄλλον ἀντικαθιστάτωσαν Pol. 22, 15; Plut. Tib. Graech. 13; pass., ἐάν τις ἀποθάνῃ, τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται Her. 2, 37; ὅπως ἀντὶ τῶν ἀπολωλότων στρατηγοὶ ἀντικατασταθῶσιν Xen. An. 3, 1, 38. – Auch in eine andere Stimmung versetzen, δεδιότας αὖ ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν Thuc. 2, 65. – Med. wie perf. u. aor. II. act., sich entgegenstellen, Widerstand leisten, ταῖς ναυσί Thuc. 7, 39; Xen. Hipp. 2, 5; bes. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντικατέστησα, etc.
I. tr. 1 établir ou poster en face : τινά τινι, τινα πρός τινα placer qqn en face de qqn, opposer une troupe à une autre;
2 mettre à la place ou en échange de ; particul. changer les dispositions de qqn : ἐπί τι dans le sens de qch;
II. intr. (à l'ao.2, au pf.2 Act. et au Moy.);
1 s'opposer ou résister à, τινι;
2 prendre ou occuper la place de : τινος ou ἀντί τινος de qqn.
Étymologie: ἀντί, καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαθίστημι: ион. ἀντικατίστημι
1 ставить (располагать) против, противопоставлять (τινα πρός τινα Thuc. и τινά τινι Plat.): προσκοπεῖν πῶς χρὴ ἀντικαθιστάναι Xen. обдумывать, какие занять (военные) позиции; φανεροῖς ἀγῶσιν ἀντικαθίστασθαι πρός τινα Plut. завязать открытые сражения с кем-л.;
2 ставить вместо или назначать взамен (кого-л.) (ἄλλον ὅμηρον Polyb.; δήμαρχόν τινα Plut.; ἀντί τινος ἀντικαθίστασθαι Xen.);
3 давать взамен, возмещать: μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν Thuc. вернуть (долг) в не меньшем размере; ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸ θαρσεῖν Thuc. возвращать отвагу кому-л., т. е. подбодрять кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαθίστημι: Ἰων. ἀντικατ-: μέλλ. -καταστήσω, ἀντικαθιστῶ, ἐν νόῳ ἔχων ἀντικαταστήσειν ἄλλα Ἡρόδ. 9. 93· μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν, δηλ. τὸν χρυσὸν τοῦ ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς ἐν τῷ Παρθενῶνι, Θουκ. 2. 13· καὶ οὗτοι ἄρχουσιν αὐτῶν, κατ’ ἐνιαυτὸν δ’ ἄλλους ἀντικαθιστάναι τοιούτους Ἀριστ. π. Θαυμ. Ἀκουσμ. 94. 2) ἵστημί τι ἐναντίον τινός, ἀντιτάσσω, Βοιωτοὶ δέ πρὸς τούτους ἀντικατέστησαν τοὺς ἀμυνομένους Θουκ. 4. 93· τινά τινι Πλάτ. Πολ. 591 Α. 3) ἐπαναφέρω, καὶ δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν Θουκ. 2. 65· τοὺς θορυβηθέντας Διον. Ἁλ. 6. 11. ΙΙ. Παθ. μετὰ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., ἔτι δὲ καὶ παθ. ἀορ. ἀντικατεστάθην (Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38): - τίθεμαι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, τίθεμαι ὡς διάδοχος, ἐπεὰν δέ τις (τῶν ἱερέων) ἀποθάνῃ, τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται Ἡρόδ. 2. 37· εἰ ἐπιμεληθείητε ὅπως ἀντὶ τῶν ἀπολωλότων ... στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀντικατασταθῶσιν Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀνθίσταμαι, ἀπολ., ταύτης μέντοι τοιαύτης ἀντικαθεστηκυίας πόλεως Θουκ. 1. 71., 3. 47, κτλ.· τινὶ Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 5.

English (Strong)

from ἀντί and καθίστημι; to set down (troops) against, i.e. withstand: resist.

English (Thayer)

2nd aorist ἀντικατεστην; (from Herodotus down); in the transitive tenses:
1. to put in place of another.
2. to place in opposition (to dispose troops, set an army in line of battle); in the intransitive tenses, to stand against, resist: Thucydides 1,62. 71).

Greek Monolingual

(Α)
βλ. αντικαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀντικαθίστημι: Ιων. ἀντι-κατ-· μέλ. -καταστήσω·
I. 1. αντικαθιστώ ή ιδρύω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. θέτω αντίθετα, αντιτίθεμαι, τινα πρός τινα, σε Θουκ.· τινά τινι, σε Πλάτ.
3. επαναφέρω, αποκαθιστώ, σε Θουκ.
II. 1. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. και Παθ. αορ. αʹ κατεστάθην [ᾰ], μπαίνω στη θέση άλλου, τίθεμαι ως διάδοχος, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. στέκομαι αντίκρυ, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Ξεν.· απόλ., σε Θουκ.

Middle Liddell

I. to lay down or establish instead, substitute, replace, Hdt., Thuc.
2. to set against, oppose, τινὰ πρός τινα Thuc.; τινά τινι Plat.
3. to bring back again, restore, Thuc.
II. Pass., with aor2 and perf. act., and aor1 pass. κατεστάθην [ᾰ], to be put in another's place, reign in his stead, Hdt., Xen.
2. to stand against, resist, τινί Xen.; absol., Thuc.

Chinese

原文音譯:¢ntikaq⋯sthmi 安提-卡特-衣士帖米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-向下-站
字義溯源:從事於抵抗,反抗,抵擋;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成;其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成。這字含意:面對面的對立,在戰場上堅立著抵擋敵人
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 抵擋(1) 來12:4

Lexicon Thucydideum

restituere, reponere, to restore, put back, 2.13.5 (de auro simulacri Minervae concerning the gold of the statue of Minerva),
Transl. translate 2.65.9,
opponere, to oppose, 4.93.3,
MED. adversa acie consistere, to stand in battle array opposite, 1.62.5, 7.39.2,
adversarium esse, to be an adversary, 1.71.1, 3.47.2.