ἀνυφάντης

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠφάντης Medium diacritics: ἀνυφάντης Low diacritics: ανυφάντης Capitals: ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: anyphántēs Transliteration B: anyphantēs Transliteration C: anyfantis Beta Code: a)nufa/nths

English (LSJ)

ἀνυφάντου, ὁ, one who weaves anew, Suid.:—fem. ἀνυφάντρια, Eust.1764.60.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zurcidor Sud.s.u. ὑφάντης.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.