ἀξιομίσητος

English (LSJ)

[μῑ], ον, = ἀξιομισής (worthy of hate, hateful), Plu. 2.10a, 537d, DC. 38.44.

Spanish (DGE)

-ον digno de odio πολλοί Plu.2.537c, cf. 2.10a, D.C.38.44.1.

German (Pape)

[Seite 270] dasselbe, Plut. ed. lib. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
haïssable.
Étymologie: ἄξιος, μισέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιομίσητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μισεί κανείς, ο μισητός.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιομίσητος: (μῑ) достойный ненависти, ненавистный Plut.