ἀξιομισής
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English (LSJ)
ἀξιομισές, worthy of hate, hateful, D.C.78.21.
Spanish (DGE)
(ἀξιομῑσής) -ές
digno de odio A.Fr.472.5, οὓς μάλιστα ... ἀξιομισεῖς ἐνόμιζεν εἶναι D.C.78.21.2.
German (Pape)
[Seite 270] ές (μῖσος), hassenswürdig, Dio Cass. 75, 2l.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιομῑσής: -ές, ἄξιος μίσους, μισητός, Δίων Κ. 78. 21· οὕτω καὶ ἀξιομίσητος, ον, Πλούτ. 2. 10Α, 537C: - ἀξιόμῑσος, ον, ἀπαντᾷ ἐν ἐφθαρμένῳ τινὶ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου, Εὐμ. 366.
Greek Monolingual
ἀξιομισής (-οῦς), -ές (Α)
ο αξιομίσητος.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний