ἀπροθέτως

English (LSJ)

Adv., (προτίθημι) undesignedly, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροθέτως: без заранее обдуманного плана Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.

Spanish

involuntariamente, maquinalmente