ἀριστερόφιν

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστερόφιν Medium diacritics: ἀριστερόφιν Low diacritics: αριστερόφιν Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΙΝ
Transliteration A: aristeróphin Transliteration B: aristerophin Transliteration C: aristerofin Beta Code: a)ristero/fin

English (LSJ)

Ep. gen. of ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ἀριστερός.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστερόφιν: эп. gen. к ἀριστερά II.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστερόφιν: Ἐπ. γεν. τοῦ ἀριστερός, ἦ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ’ ἀριστερόφιν; Ἰλ. Ν. 309.

Greek Monotonic

ἀριστερόφιν: Επικ. γεν. του ἀριστερός, σε Ομήρ. Ιλ.