ἀσέλγημα

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσέλγημα Medium diacritics: ἀσέλγημα Low diacritics: ασέλγημα Capitals: ΑΣΕΛΓΗΜΑ
Transliteration A: asélgēma Transliteration B: aselgēma Transliteration C: aselgima Beta Code: a)se/lghma

English (LSJ)

-ατος, τό, licentious act, prob. in Plb.38.2.2, cf. Plu. in Hes.64, Suid. s.v. ἀστυάνασσα; vulgar abuse, in plural, POxy.903.21 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. actos licenciosos op. ἀσεβήματα Plu.Fr.85, de las relaciones sexuales, Sud.s.u. Ἀστυάνασσα
palabras groseras, procacidades πολλὰ ἀσελγήματα λέγων POxy.903.21 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 369] τό, Frevel, εἴς τινα Pol. 38, 2. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέλγημα: ατος τό бесчинство, наглость (εἴς τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέλγημα: τό, ἀσελγὴς πρᾶξις, ὕβρις, ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα.

Greek Monolingual

ἀσέλγημα, το (AM) ασελγώ
η αδιάντροπη πράξη.