ἀσκημιά Search Google

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

και ασχήμια και ασκήμια και ασκημιά, η (Μ ἀσχημία και ἀσκημία και ἀσχημιά και ἀσκημιά)
1. το να είναι κάποιος άσχημος, δύσμορφος, η δυσμορφία
2. ανάρμοστη πράξη.

Translations