ἀσυμμιγής
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμμῐγής: -ές, = τῷ ἑπομ., Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 525Β.
Spanish (DGE)
-ές
no mezclado, fig. libre de ἀσυμμιγῆ τοῦ χείρονος πολιτείαν Cyr.Al.M.71.448D.
Greek Monolingual
ἀσυμμιγής, -ές (Α)
ο ασύμμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμμιγής < συμμειγνύω].
German (Pape)
ές, Sp. = ἀσύμμικτος.