ἁλμίζω

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

German (Pape)

[Seite 108] einsalzen, Schol. Il. 2, 538.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμίζω: ῥαντίζω ἢ βρέχω τι δι’ ἅλμης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 538.

Spanish (DGE)

1 salar χοίρου τὸν πόδα ... ἁλμίσας Vit.Aesop.W.42.
2 en v. pas. ser hecho sal ὑπὸ θαλάσσης Sch.Er.Il.2.538, cf. Zos.Alch.p.248.