ἁρματροχιή
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, dasselbe, Il. 23, 505.
English (Autenrieth)
(τροχός): wheel-rut, Il. 23.505†.
Spanish (DGE)
v. ἁρματοτροχιά.
Greek Monolingual
ἁρματροχιή, η (ποιητ. τ.) (Α)
η αρματοτροχιά.