ἄλετος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
[Seite 93] ὁ, das Mahlen, die Mühle, Plut. Qu. Rom. 109; Anton. 45; auch ἀλετός geschrieben.
ου (ὁ) :
d'ord. ἀλετός;
action de moudre.
Étymologie: ἀλέω.