ἄργματα

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
prémices.
Étymologie: ἄρχω commencer.

Spanish (DGE)

-μάτων, τά
• Alolema(s): ἄρχμ- Hsch.
primicias, ἄργματα θῦσε θεοῖς Od.14.446, cf. CEG 246 (Atenas V a.C.).

Russian (Dvoretsky)

ἄργμᾰτα: τά Hom. = ἀπάργματα (см. ἄπαργμα).