ἄπαργμα

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαργμα Medium diacritics: ἄπαργμα Low diacritics: άπαργμα Capitals: ΑΠΑΡΓΜΑ
Transliteration A: ápargma Transliteration B: apargma Transliteration C: apargma Beta Code: a)/pargma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = ἀπαρχή (q.v.), in plural, Ar.Pax1056, Lyc. 106.
II = μασχαλίσματα, EM118.22.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
gener. en plu.
1 primicia(s) δὸς τἀπάργματα Ar.Pax 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños Lyc.106, πέμψας ἄπαργμα Διί IG 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. Tz.Comm.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.
2 partes mutiladas de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto EM 118.22.

German (Pape)

[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.

Russian (Dvoretsky)

ἄπαργμα: ατος τό только pl. Arph., Plut. = ἀπαρχή 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.

Greek Monolingual

ἄπαργμα, το (Α) απάρχω
1. απαρχή
2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς.

Greek Monotonic

ἄπαργμα: -ατος, τό = ἀπαρχή, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

= ἀπαρχή, mostly in plural, Ar.]