ἐδαφιαῖος
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
α, ον, belonging to a floor, Tz.H.3.211; Glossaria on γονυπετής, Sch.E.Ph. 293.
Spanish (DGE)
-α, -ον
del suelo πλάξ Tz.Ep.18, cf. H.3.14, glos. a γονυπετεῖς Sch.E.Ph.293D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδαφιαῖος: -α, -ον, ὁ μέχρι εδάφους, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 211.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ ἐδαφιαῖος, -α, -ον) έδαφος
αυτός που φτάνει ώς το έδαφος («εδαφιαία υπόκλιση).