Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
ἐκδαμάζω: καταδαμάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 40 (;)
(ἐκδᾰμάζω)vencer, dominar, domar ἐμέ Dioscorus 5.21, ὁ σίδηρος ... ἐκδαμάζει πάντα Thdt.M.81.1420B, en v. pas. πολλοῖς ἐκδαμασθείς Chrys.M.56.585.