ἐκπεριτρέχω
From LSJ
English (LSJ)
run all about, Aristaenet.1.27: metaph., Procl.in Prm.p.781 S.
Spanish (DGE)
1 recorrer completamente ἐκπεριτρέχων διαύλους Aristaenet.1.27.23, ἐκπεριδραμόντος τοῦ πυρὸς τὸν ὑποκείμενον κύκλον Gr.Nyss.Hex.M.44.77C.
2 fig. estudiar, analizar τὰ ψευδῆ διὰ τῶν αὐτῶν μεθόδων ἐκπεριτρέχειν ἐλέγχοντα Procl.in Prm.p.995.
German (Pape)
[Seite 772] (s. τρέχω), heraus- u. herumlaufen, Aristaen. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριτρέχω: περιτρέχω ἔξωθεν, Ἀρισταίν. 1. 27.
Greek Monolingual
ἐκπεριτρέχω (Α)
τρέχω ολόγυρα από την εξωτερική πλευρά.