ἐλαιοφανής
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἐλαιοφανές, resembling oil in appearance, of urine, Gal.19.588.
Spanish (DGE)
-ές
de aspecto oleoso de cierta orina, Gal.19.588, cf. Aët.5.38.
Greek Monolingual
ἐλαιοφανής, -ές (Α)
(για τα ούρα) αυτός που έχει την όψη λαδιού.