ἐνάγχως

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monotonic

ἐνάγχως: επίρρ., (ἄγχι), μόλις τώρα, πριν από λίγο, προσφάτως, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Spanish

recientemente, últimamente