ἐνδιαπίπτω

From LSJ

Spanish (DGE)

caer, precipitarse εὑρεῖν ... ἐστιν ἐνδιαπίπτοντας ἐπὶ πολλῶν τοὺς μαντικοὺς δαίμονας Cat.Act.Ap.16.16 (p.269.27).