ἐξώτατος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἔξω, τοῦ ἐξωτάτου Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. ϛʹ, 29, καὶ διάφ. γρ. ἐν Νεεμ. ΙΑ΄, 16).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tout à fait au dehors, tout à fait éloigné.
Étymologie: ἔξω.