ἐπαληθείς
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
v. ἐπαλάομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao. de ἐπαλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰληθείς: part. aor. к ἐπαλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰληθείς: ἴδε ἐν λ. ἐπαλάομαι.
English (Autenrieth)
see ἐπαλάομαι.
Greek Monotonic
ἐπᾰληθείς: μτχ. αορ. αʹ του ἐπαλάομαι· -ἀληθῇ, γʹ ενικ. υποτ.