ἐπετειόκαρπος

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπετειόκαρπος Medium diacritics: ἐπετειόκαρπος Low diacritics: επετειόκαρπος Capitals: ΕΠΕΤΕΙΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: epeteiókarpos Transliteration B: epeteiokarpos Transliteration C: epeteiokarpos Beta Code: e)peteio/karpos

English (LSJ)

ἐπετειόκαρπον, bearing fruit annually, Thphr. HP 1.2.2.

German (Pape)

[Seite 918] jährlich Frucht tragend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετειόκαρπος: -ον, ὁ κατ’ ἔτος φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.

Greek Monolingual

ἐπετειόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός].