ἐπιδεικτικῶς

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ostentation;
Cp. ἐπιδεικτικώτερον.
Étymologie: ἐπιδεικτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεικτικῶς:
1 для показа, показным образом (πολεμεῖν Plut.): ἐ. ἔχειν Isocr. стараться блеснуть;
2 для вида, наспех (ἐ. πεπηγυῖαι νῆες Plut.).