ἐτράφην

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

French (Bailly abrégé)

v. τρέφω.

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

ἐτράφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του τρέφω· Ενεργ. ἔτρᾰφον, με ίδια σημασία.

Russian (Dvoretsky)

ἐτράφην: aor. 2 pass. к τρέφω.