ἐχθρῶς
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
French (Bailly abrégé)
adv.
en ennemi, avec inimitié;
Cp. ἐχθροτέρως.
Étymologie: ἐχθρός.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρῶς: враждебно, по-вражески Xen., Plat., Plut.