ἑξηκοντάκις
From LSJ
δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκνα → wretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades
English (LSJ)
poet. ἑξηκοντάκι, Adv. sixty times, Pi. O. 13.99.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξηκοντάκις: ᾰ, καὶ ποιητ. -άκι, Ἐπίρρ., ἑξήκοντα φοράς, Πίνδ. Ο. 13. 141.
German (Pape)
sechzigmal, Pind. Ol. 13.95.