ἔγκρυφος
From LSJ
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
ἔγκρυφον, hidden, ἥβη Nonn. D.28.295.
Spanish (DGE)
(ἔγκρῠφος) -ον
oculto, escondido Ζηνὸς ... ἔγκρυφον ἥβην Nonn.D.28.295, πῦρ Nonn.D.37.68, ἐν ψυχαῖς βροτῶν τῶν ἐγκρύφων Cyran.1.1.134, τὸ ἔγκρυφον τῆς καρδίας πῦρ ref. a la pasión de los dos viejos por Susana, Chrys.M.56.591.42.
German (Pape)
[Seite 710] dasselbe, πῦρ Nonn. D. 37, 68, vgl. 28, 295.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρῠφος: -ον, (κρύπτω) κρυπτός, κεκρυμμένος, Νόνν. Δ. 28. 295.