ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
ao. épq. et ion. de φέρω.
ἔνεικα: Επικ. αντί ἤνεγκα, Επικ. προστ. ἔνεικε, απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ του φέρω.