ἔνθλασμα
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἔνθλασις (dint, injury caused by pressure), Gal. 14.81.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bot. aplastamiento, achatamiento en la planta θλάσπι Gal.14.81.
German (Pape)
[Seite 842] τό, eine durch Druck verursachte Vertiefung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθλασμα: τό, = τῷ προηγ., Γαλην. τ. 13, σ. 890Α.