Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
v. τιτρώσκω.
ἔτρωσα: αόρ. αʹ του τιτρώσκω.
ἔτρωσα: aor. к τιτρώσκω.