ἠρυγγίς

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρυγγίς Medium diacritics: ἠρυγγίς Low diacritics: ηρυγγίς Capitals: ΗΡΥΓΓΙΣ
Transliteration A: ēryngís Transliteration B: ēryngis Transliteration C: iryggis Beta Code: h)ruggi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, of or belonging to the ἤρυγγος, ῥίζαι Nic.Al.564.

German (Pape)

[Seite 1176] ίδος, ἡ, von der folgenden Pflanze, ῥίζαι Nic. Al. 577.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρυγγίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκων εἰς τὴν ἤρυγγον, Νίκ. Ἀλ. 577.

Greek Monolingual

ἠρυγγίς, -ίδος, ή (Α) ήρυγγος
αυτός που ανήκει στην ήρυγγο («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.).