Ἡρακλεῶτις
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
fém. de Ἡρακλεώτης ; ἡ Ἡρακλεῶτις (χώρα) le territoire d'Héracleia.
Russian (Dvoretsky)
Ἡρακλεῶτις: ιδος ἡ Гераклеотида, область Гераклеи Вифинской Xen.
ιδος (ἡ) :
fém. de Ἡρακλεώτης ; ἡ Ἡρακλεῶτις (χώρα) le territoire d'Héracleia.
Ἡρακλεῶτις: ιδος ἡ Гераклеотида, область Гераклеи Вифинской Xen.