Ἡρακλεώτης
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ἡρακλεώτου, ὁ, a man of Heraclea, Arist.Pol.1327b14, IG22.1271 (-ειώτης ib.12.145):—Adj. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, of Heraclea, Arist.HA525b5; ἅμμα Heracl. ap. Orib.48.8.1; (καρύα) Thphr. HP 1.10.6, 3.6.5, cf. Zopyr. ap. Orib.14.50.2; ἀμύγδαλα Diocl.Fr.126; ὀρίγανος Ἡρακλεωτική Philum.Ven.16.9; but σκύφος Ἡρακλεωτικός is said to derive its name directly from Heracles, Ath.11.500a:—fem. also Ἡρακλειτῶτις Thphr. HP 3.3.8, al.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. Ἡρακλειώτης.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡρακλεώτης: -ου, ὁ, κάτοικος τῆς Ἡρακλείας, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 8, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, ἐξ Ἡρακλείας, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 4. 2, 3· ― ἀλλά, σκύφος Ἡρακλεωτικὸν λέγεται ὅτι ὠνομάσθη ἅτε πρώτου Ἡρακλέους χρησαμένου διὰ τὰς στρατείας, Ἀθήν. 500Α· ― ἡρακλεωτικὴ καρύα Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 1. 10, 6., 3. 6, 5.
Russian (Dvoretsky)
Ἡρακλεώτης: ου ὁ уроженец или житель города Гераклеи Thuc., Xen., Plat.