ἰσάρχαιος

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάρχαιος Medium diacritics: ἰσάρχαιος Low diacritics: ισάρχαιος Capitals: ΙΣΑΡΧΑΙΟΣ
Transliteration A: isárchaios Transliteration B: isarchaios Transliteration C: isarchaios Beta Code: i)sa/rxaios

English (LSJ)

ἰσάρχαιον, equally ancient, Choerob.in Theod.2.55.

Greek Monolingual

ἰσάρχαιος, -ον (Μ)
αυτός που είναι της ίδιας αρχαιότητας με κάποιον άλλον, εξίσου αρχαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀρχαίος].