ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ἱππευτάς horseman ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον (P. 9.123)
ἱππευτάς: α adj. m дор. = ἱππευτής.