ἱππευτάς

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

English (Slater)

ἱππευτάς horseman ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον (P. 9.123)

Russian (Dvoretsky)

ἱππευτάς: α adj. m дор. = ἱππευτής.