ἱπποδιώκτης

English (LSJ)

ἱπποδιώκτου, ὁ, Dor. ἱπποδιώκτας, = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Rossetreiber, wie ἱππηλάτης, Theocr. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδιώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, Θεόκρ. 14. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 3291. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδιώκτας· ἡνιόχους».

Greek Monolingual

ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.

Greek Monotonic

ἱπποδῐώκτης: -ου, ὁ, Δωρ. -τας, = ἱππηλάτης, οδηγός ή αναβάτης αλόγων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἱππο-διώκτης, ου,
a driver or rider of steeds, Theocr.