ὀγδοηκονταέτης
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
German (Pape)
[Seite 290] u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).
Greek Monolingual
-ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ές)
βλ. ογδοηκοντούτης.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκονταέτης: стяж. ὀγδωκονταέτης 2 восьмидесятилетний Luc., Anth.