ὀγδοηκονταέτης

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

German (Pape)

[Seite 290] u. zsgzgn ὀγδοηκοντούτης, achtzigjährig; Solon.; Luc. Hermot. 77; ὀγδωκονταέτης Diotim. 6 (VII, 733).

Greek Monolingual

-ές (Α ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ές)
βλ. ογδοηκοντούτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκονταέτης: стяж. ὀγδωκονταέτης 2 восьмидесятилетний Luc., Anth.