ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: ὀνημάξιον | Medium diacritics: ὀνημάξιον | Low diacritics: ονημάξιον | Capitals: ΟΝΗΜΑΞΙΟΝ |
Transliteration A: onēmáxion | Transliteration B: onēmaxion | Transliteration C: onimaksion | Beta Code: o)nhma/cion |
τό, (ἅμαξα) donkey-cart, SIG1106.4 (pl., Cos, iv/iii B. C.).
ὀνημάξιον, τὸ (Α)
δίτροχη μικρή άμαξα που σύρεται από όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄμαξα. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].