ὀνοθυσία

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

German (Pape)

[Seite 348] ἡ, das Eselsopfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθυσία: ἡ, θυσία ὄνων, μεταγεν.

Greek Monolingual

ὀνοθυσία, ἡ (Α)
θυσία όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θυσία.