ὀρειπέλαργος
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ὁ, a kind of vulture or eagle, the same as περκνόπτερος, Arist.HA618b34.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειπέλαργος: ἢ ὀρειπελαργός, ὁ, πελαργὸς τῶν ὀρέων, εἶδος ἀετοῦ, ὁ αὐτὸς καὶ περκόπτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειπέλαργος: ὁ горный журавль (разновидность коршуна) Arst.
German (Pape)
ὁ, Bergstorch, eine Geierart, sonst γυπαιετός genannt, Arist. H.A. 9.32.