ὀστέωσις

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek (Liddell-Scott)

ὀστέωσις: -εως, ἡ, ἡ συναρμογὴ καὶ στερέωσις τῶν ὀστῶν εἰς ἓν σύνολον, τὰ ὀστᾶ, Θεόκρ. 2, 62, κ. ἀλλ.