ὀφθαλμοπλανία

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοπλανία: ἡ, πλάνη, ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν, Νεῖλ. 505Β, Λεόντ. Κύπρ. 1740Β.