ὀψίτερος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

German (Pape)

[Seite 433] compar. zu ὄψιος.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίτερος: compar. к ὄψιος.