ὁμοιοφανής
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁμοιοφανές, name of a bandage, Gal.18(1).777.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοφανής: -ές, ὅμοιος ἢ ὁμοίως φαινόμενος, Γαλην. 12, 473Β.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνεια
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].