ὁμόναος

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνᾱος Medium diacritics: ὁμόναος Low diacritics: ομόναος Capitals: ΟΜΟΝΑΟΣ
Transliteration A: homónaos Transliteration B: homonaos Transliteration C: omonaos Beta Code: o(mo/naos

English (LSJ)

α, ον, having a common temple, IG42(1).41.2 (Epid., v/iv B. C.), Hsch. s.v. ὁμωχέται.

German (Pape)

[Seite 338] einen gemeinschaftlichen Tempel habend, Hesych..

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνᾱος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. ὁμοβώμιος.

Greek Monolingual

ὁμόναος, -ον (Α)
(για θεούς) αυτός που έχει κοινό ναό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ναός.